ανθυπίλαρχος

ανθυπίλαρχος
ο младший лейтенант кавалерии и бронетанковых войск

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανθυπίλαρχος" в других словарях:

  • ανθυπίλαρχος — ο ο ανθυπολοχαγός στο όπλο του ιππικού τεθωρακισμένων του στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υπίλαρχος. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)] …   Dictionary of Greek

  • ανθυπίλαρχος — ο ανθυπολοχαγός στα θωρακισμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαυρομιχάλης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών από τη Μάνη. Σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τη Θράκη, ωστόσο στα μέσα του 14ου αι. δέχτηκαν πιέσεις από τους Τούρκους και κατέφυγαν στη Μάνη, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Πολλά μέλη της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»